Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ορθάνοιχτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ορθάνοιχτ|ος <-η, -ο> [ɔrˈθanixtɔs] ΕΠΊΘ

1. ορθάνοιχτος (γενικά):

ορθάνοιχτος

2. ορθάνοιχτος (πόρτα, παράθυρο):

ορθάνοιχτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский