Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οξυγόνο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οξυγόνο [ɔksiˈɣɔnɔ] SUBST ουδ

οξυγόνο
Sauerstoff αρσ
υγρό οξυγόνο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский