Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ολοκαύτωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ολοκαύτωμα [ɔlɔˈkaftɔma] SUBST ουδ

1. ολοκαύτωμα (καταστροφή):

ολοκαύτωμα
Inferno ουδ

2. ολοκαύτωμα (πολέμου, Εβραίων):

ολοκαύτωμα
Holocaust αρσ

ιδιωτισμοί:

προσφέρω τον εαυτό μου ολοκαύτωμα

Παραδειγματικές φράσεις με ολοκαύτωμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский