Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ολοκλήρωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ολοκλήρωμα [ɔlɔˈklirɔma] SUBST ουδ

1. ολοκλήρωμα (αποτελείωμα):

ολοκλήρωμα
Abschluss αρσ

2. ολοκλήρωμα ΜΑΘ:

ολοκλήρωμα
Integral ουδ
αόριστο ολοκλήρωμα
επικαμπύλιο ολοκλήρωμα
πολλαπλό ολοκλήρωμα
ολοκλήρωμα συνέλιξης
τέλειο ολοκλήρωμα

Παραδειγματικές φράσεις με ολοκλήρωμα

αόριστο ολοκλήρωμα
επικαμπύλιο ολοκλήρωμα
πολλαπλό ολοκλήρωμα
ολοκλήρωμα συνέλιξης
τέλειο ολοκλήρωμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский