Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οικόπεδο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οικόπεδο [iˈkɔpɛðɔ] SUBST ουδ

οικόπεδο
Grundstück ουδ
νοικιασμένο οικόπεδο

Παραδειγματικές φράσεις με οικόπεδο

νοικιασμένο οικόπεδο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский