Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οικονομολόγος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οικονομολόγος [ikɔnɔmɔˈlɔɣɔs] SUBST mf

οικονομολόγος
Wirtschaftswissenschaftler(in) αρσ (θηλ)
οικονομολόγος
Volkswirt(in) αρσ (θηλ)
οικονομολόγος
Volkswirtschaftler(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский