Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οικονόμος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οικονόμος [ikɔˈnɔmɔs] SUBST mf, οικονόμα [ikɔˈnɔma] SUBST θηλ

1. οικονόμος:

οικονόμος
sparsamer Mensch αρσ
είμαι οικονόμος

2. οικονόμος (διαχειριστής):

οικονόμος
Verwalter(in) αρσ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με οικονόμος

είμαι οικονόμος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский