Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οικονομώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οικονομ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ikɔnɔˈmɔ] VERB μεταβ

1. οικονομώ (κάνω οικονομίες):

οικονομώ

2. οικονομώ (προμηθεύομαι):

οικονομώ
οικονομώ κάτι σε κάποιον

Παραδειγματικές φράσεις με οικονομώ

οικονομώ κάτι σε κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский