Ελληνικά » Γερμανικά

οδοντοτεχνίτης (οδοντοτεχνίτρια) [ɔðɔndɔtɛxˈnitis, ɔðɔndɔtɛxˈnitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

οδοντοτεχνίτης (οδοντοτεχνίτρια)
Zahntechniker(in) αρσ (θηλ)

οδοντοτεχνία [ɔðɔndɔtɛxˈnia] SUBST θηλ

οδοντογιατρός [ɔðɔndɔjaˈtrɔs] SUBST mf

οδοντοστοιχία [ɔðɔndɔstiˈçia] SUBST θηλ

1. οδοντοστοιχία (σειρά των δοντιών):

Zahnreihe θηλ
Gebiss ουδ

2. οδοντοστοιχία (τεχνητή):

Zahnprothese θηλ

οδοντοθεραπεία [ɔðɔndɔθɛraˈpia] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский