Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οδόντωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οδόντωσ|η <-εις> [ɔˈðɔndɔsi] SUBST θηλ (σε κέρμα)

οδόντωση
Rändelung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский