Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οδόντωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οδόντωμα [ɔˈðɔndɔma] SUBST ουδ

1. οδόντωμα ΜΗΧΑΝΙΚΉ:

οδόντωμα
Zahn αρσ

2. οδόντωμα ΙΑΤΡ:

οδόντωμα
Odontom ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский