Ελληνικά » Γερμανικά

οδοκαθαριστής (οδοκαθαρίστρια) [ɔðɔkaθarisˈtis, ɔðɔkaθaˈristria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

οδοκαθαριστής (οδοκαθαρίστρια)
Straßenfeger(in) αρσ (θηλ)

κιθαριστής [ciθarisˈtis], κιθαρίστας [ciθaˈristas] SUBST αρσ, κιθαρίστρια [ciθaˈristria] SUBST θηλ

Gitarrist(in) αρσ (θηλ)

καθαριστήριο [kaθarisˈtiriɔ] SUBST ουδ

αεροκαθαριστήρας [aɛrɔkaθarisˈtiras] SUBST αρσ

υαλοκαθαριστήρας

υαλοκαθαριστήρας s. γυαλοκαθαριστήρας

Βλέπε και: γυαλοκαθαριστήρας

γυαλοκαθαριστήρας [jalɔkaθarisˈtiras] SUBST αρσ

στεγνοκαθαριστήριο [stɛɣnɔkaθarisˈtiriɔ] SUBST ουδ

γυαλοκαθαριστήρας [jalɔkaθarisˈtiras] SUBST αρσ

καθαριστής (καθαρίστρια) [kaθarisˈtis, kaθaˈristria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

εκκαθαριστής [ɛkaθarisˈtis] SUBST αρσ

καθαριστικό [kaθaristiˈkɔ] SUBST ουδ

εκκαθαριστικό [ɛkaθaristiˈkɔ] SUBST ουδ ΟΙΚΟΝ

καπνοδοχοκαθαριστής (καπνοδοχοκαθαρίστρια) [kapnɔðɔxɔkaθarisˈtis, kapnɔðɔxɔkaθaˈristria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский