Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οδοιπορικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οδοιπορικ|ός <-ή, -ό> [ɔðipɔriˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. οδοιπορικός (σχετικός με το περπάτημα):

οδοιπορικός
Wander-

2. οδοιπορικός (ταξιδιωτικός):

οδοιπορικός
Reise-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский