Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οδοιπορία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οδοιπορία [ɔðipɔˈria] SUBST θηλ

οδοιπορία
Wanderung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский