Ελληνικά » Γερμανικά

καπνοδοχοκαθαριστής (καπνοδοχοκαθαρίστρια) [kapnɔðɔxɔkaθarisˈtis, kapnɔðɔxɔkaθaˈristria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

καπνοδοχοκαθαριστής (καπνοδοχοκαθαρίστρια)
Schornsteinfeger(in) αρσ (θηλ)

οδοκαθαριστής (οδοκαθαρίστρια) [ɔðɔkaθarisˈtis, ɔðɔkaθaˈristria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

αεροκαθαριστήρας [aɛrɔkaθarisˈtiras] SUBST αρσ

στεγνοκαθαριστήριο [stɛɣnɔkaθarisˈtiriɔ] SUBST ουδ

υαλοκαθαριστήρας

υαλοκαθαριστήρας s. γυαλοκαθαριστήρας

Βλέπε και: γυαλοκαθαριστήρας

γυαλοκαθαριστήρας [jalɔkaθarisˈtiras] SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский