Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καθαριστικό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καθαριστικό [kaθaristiˈkɔ] SUBST ουδ

καθαριστικό
Reiniger αρσ
καθαριστικό οθόνης

Παραδειγματικές φράσεις με καθαριστικό

καθαριστικό οθόνης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский