Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεκουρντίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ξεκουρντί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ksɛkurˈdizɔ] VERB μεταβ (κιθάρα)

ξεκουρντίζω

II . ξεκουρντίζομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. ξεκουρντίζομαι (ρολόι):

2. ξεκουρντίζομαι (κιθάρα):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский