Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεκούτης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξεκούτ|ης <-α, -ικο> [ksɛˈkutis] ΕΠΊΘ

1. ξεκούτης (αποβλακωμένος):

ξεκούτης

2. ξεκούτης (ξαναμωραμένος):

ξεκούτης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский