Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεκούρντιστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξεκούρντιστ|ος <-η, -ο> [ksɛˈkurdistɔs] ΕΠΊΘ

1. ξεκούρντιστος (μηχανισμός):

ξεκούρντιστος

2. ξεκούρντιστος (κιθάρα, πιάνο):

ξεκούρντιστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский