Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεδιπλώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξεδιπλώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ksɛðiˈplɔnɔ] VERB μεταβ

1. ξεδιπλώνω (κάτι το διπλωμένο: ανοίγω):

ξεδιπλώνω

2. ξεδιπλώνω (χάρτη: στρώνω):

ξεδιπλώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский