Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεδιψώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξεδιψ|ώ <-άς, -ασα, -ασμένος> [ksɛðiˈpsɔ] VERB αμετάβ

ξεδιψώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский