Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεδιαλέγω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξεδιαλέ|γω <-ξα, -γμένος> [ksɛðjaˈlɛɣɔ] VERB μεταβ

1. ξεδιαλέγω (χωρίζω σε κατηγορίες):

ξεδιαλέγω

2. ξεδιαλέγω (επιλέγω):

ξεδιαλέγω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский