Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξαπολώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξαπολ(ν)ώ

ξαπολ(ν)ώ s. εξαπολύω

Βλέπε και: εξαπολύω

εξαπ|ολύω <-έλυσα, -ολύθηκα> [ɛksapɔˈliɔ] VERB μεταβ

1. εξαπολύω (πύραυλο):

3. εξαπολύω (επίθεση):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский