Ελληνικά » Γερμανικά

νόστιμ|ος <-η, -ο> [ˈnɔstimɔs] ΕΠΊΘ

1. νόστιμος (φαγητό):

νόστιμος
das Beste ist, dass

2. νόστιμος (καλαίσθητος):

νόστιμος

3. νόστιμος (όμορφος):

νόστιμος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский