Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „νοστιμεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . νοστιμ|εύω <-εψα, -εύτηκα> [nɔstiˈmɛvɔ] VERB μεταβ

1. νοστιμεύω (με μπαχαρικό):

νοστιμεύω

2. νοστιμεύω μτφ (κάνω χαριτωμένο):

νοστιμεύω

II . νοστιμεύομαι VERB αποθ ρήμα μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский