Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „νοστιμάδα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

νοστιμάδα [nɔstiˈmaða] SUBST θηλ

1. νοστιμάδα (γεύση):

νοστιμάδα
Geschmack αρσ

2. νοστιμάδα (ευχάριστη γεύση):

νοστιμάδα
Wohlgeschmack αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский