Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μόριο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μόριο [ˈmɔriɔ] SUBST ουδ

1. μόριο (κομματάκι):

μόριο
Teilchen ουδ
μόριο σκόνης
Staubpartikel ουδ

2. μόριο ΧΗΜ:

μόριο
Molekül ουδ
ελεύθερο μόριο
freies Molekül ουδ
ουδέτερο μόριο
πολικό μόριο
polares Molekül ουδ
μη πολικό μόριο

3. μόριο ΓΛΩΣΣ:

μόριο
Partikel θηλ

4. μόριο (γεννητικό):

μόριο
γυναικείο μόριο
ανδρικό μόριο

5. μόριο (για το πανεπιστήμιο):

μόριο
Punkt αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με μόριο

ελεύθερο μόριο
μόριο σκόνης
ουδέτερο μόριο
πολικό μόριο
ανδρικό μόριο
μη πολικό μόριο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский