Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: μυρουδιά , μωρουδιακός , μωρουδιακά , μυρωδικό , μυρωδιά και μυροβόλος

μυρουδιά

μυρουδιά s. μυρωδιά

Βλέπε και: μυρωδιά

μωρουδιακ|ός <-ή, -ό> [mɔruðjaˈkɔs] ΕΠΊΘ

μωρουδιακά [mɔruðjaˈka] SUBST ουδ πλ

μυροβόλ|ος <-α, -ο> [mirɔˈvɔlɔs] ΕΠΊΘ

μυρωδιά [mirɔˈðja], μυρουδιά [miruˈðja] SUBST θηλ

2. μυρωδιά (ειδικά ευχάριστη):

Duft αρσ

μυρωδικό [mirɔðiˈkɔ] SUBST ουδ

1. μυρωδικό (καλλυντικό):

Parfüm ουδ

2. μυρωδικό (γενικότερα: αρωματική ουσία):

Duftstoff αρσ

3. μυρωδικό (μπαχαρικό):

Gewürz ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский