Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μεταγενέστερος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μεταγενέστερ|ος <-η, -ο> [mɛtajɛˈnɛstɛrɔs] ΕΠΊΘ

1. μεταγενέστερος (κατοπινός):

μεταγενέστερος
Nachfahren αρσ πλ

2. μεταγενέστερος (νεότερος):

μεταγενέστερος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский