Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μετάγγιση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μετάγγισ|η <-εις> [mɛˈtaɲɟisi] SUBST θηλ (υγρού)

μετάγγιση
Umfüllen ουδ
μετάγγιση
Umgießen ουδ
μετάγγιση αίματος
μετάγγιση αίματος
/
μετάγγιση αίματος

Παραδειγματικές φράσεις με μετάγγιση

μετάγγιση θηλ αίματος
μετάγγιση αίματος
/

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский