Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μεταγγίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μεταγγ|ίζω <-σα, -σμένος> [mɛtaɲˈɟizɔ] VERB μεταβ

1. μεταγγίζω (υγρό):

μεταγγίζω

2. μεταγγίζω (αίμα):

μεταγγίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский