Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μαστορεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . μαστορ|εύω <-εψα, -εμένος> [mastɔˈrɛvɔ] VERB μεταβ

1. μαστορεύω (επισκευάζω):

μαστορεύω

2. μαστορεύω (καταπιάνομαι):

II . μαστορ|εύω <-εψα, -εμένος> [mastɔˈrɛvɔ] VERB αμετάβ (καταπιάνομαι με διάφορα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский