Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μαστός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μαστός [masˈtɔs] SUBST αρσ

1. μαστός (ανθρώπου):

μαστός
Brust θηλ

2. μαστός (ζώου):

μαστός
Euter ουδ
μαστός αρσ ΤΕΧΝΟΛ
Nippel αρσ
εξάγωνος μαστός αρσ ΤΕΧΝΟΛ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский