Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μαστίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μαστί|ζω <-σα> [masˈtizɔ] VERB μεταβ μτφ (κατατρύχω)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский