Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μαστίγωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μαστίγωση

μαστίγωση s. μαστίγωμα

Βλέπε και: μαστίγωμα

μαστίγωμα [masˈtiɣɔma] SUBST ουδ

1. μαστίγωμα:

Peitschen ουδ

2. μαστίγωμα (ως τιμωρία):

Auspeitschen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский