Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μαστιγώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μαστιγώ|νω <-σα, -θηκα, -μενος> [mastiˈɣɔnɔ] VERB μεταβ

2. μαστιγώνω (ως τιμωρία):

μαστιγώνω

Παραδειγματικές φράσεις με μαστιγώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский