Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: μαζοχιστής , μαζοχιστικός και μαζοχισμός

μαζοχιστής (μαζοχίστρια) [mazɔçisˈtis, mazɔˈçistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

μαζοχιστής (μαζοχίστρια)
Masochist(in) αρσ (θηλ)

μαζοχιστικ|ός <-ή, -ό> [mazɔçistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

μαζοχισμός [mazɔçizˈmɔs] SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский