Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μάτσο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μάτσο [ˈmatsɔ] SUBST ουδ

2. μάτσο (ειδικά λουλούδια):

μάτσο
Strauß αρσ
ein Strauß αρσ Blumen

Παραδειγματικές φράσεις με μάτσο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский