Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λούζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . λού|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ˈluzɔ] VERB μεταβ

1. λούζω (πλένω):

λούζω

2. λούζω (πλένω μαλλιά):

λούζω κάποιον

3. λούζω μτφ:

Παραδειγματικές φράσεις με λούζω

λούζω κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский