Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λερώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . λερώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [lɛˈrɔnɔ] VERB μεταβ (ρυπαίνω)

λερώνω
λερώνω
λερώνω τα χέρια μου και μτφ

II . λερώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [lɛˈrɔnɔ] VERB αμετάβ (σχηματίζω ακαθαρσίες)

λερώνω

III . λερώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με λερώνω

λερώνω τα χέρια μου και μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский