Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λεκιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . λε|κιάζω <-κιασα, -κιάστηκα, -κιασμένος> [lɛˈcazɔ] VERB μεταβ

1. λεκιάζω (κηλιδώνω):

λεκιάζω

2. λεκιάζω μτφ (υπόληψη κτλ):

λεκιάζω

II . λε|κιάζω <-κιασα, -κιάστηκα, -κιασμένος> [lɛˈcazɔ] VERB αμετάβ (σχηματίζω λεκέδες)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский