Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λεκτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λεκτικ|ός <-ή, -ό> [lɛktiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. λεκτικός (σχετιζόμενος με τη γλώσσα):

λεκτικός
sprachlich, Sprach-

2. λεκτικός (σχετιζόμενος με τη λέξη):

λεκτικός
Wort-

Παραδειγματικές φράσεις με λεκτικός

λεκτικός τελεστέος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский