Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λεκ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λεκ [lɛk] SUBST ουδ αμετάβλ (νόμισμα)

λεκ
Lek αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский