Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: κυνικός , κλινική , κυνάγχη , φυσική , γενική , κυνηγώ και κυνήγι

κυνικ|ός <-ή, -ό> [ciniˈkɔs] ΕΠΊΘ

κυνάγχη [ciˈnaɲçi] SUBST θηλ

κλινική [kliniˈci] SUBST θηλ

κυνήγι [ciˈniji] SUBST ουδ

2. κυνήγι (θήραμα) ΜΑΓΕΙΡ:

Wild ουδ

κυνηγ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ciniˈɣɔ] VERB μεταβ

1. κυνηγώ (ζώο):

2. κυνηγώ (καταδιώκω):

3. κυνηγώ (διώχνω: κουνούπια, κότες, πελάτες):

4. κυνηγώ (ψάχνω να βρω):

γενική [jɛniˈci] SUBST θηλ ΓΛΩΣΣ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский