Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κυλώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κυλ|ώ <-άς, -ησα, -ίστηκα, -ισμένος> [ciˈlɔ] VERB μεταβ/αμετάβ

1. κυλώ (ρόδα κτλ):

κυλώ

2. κυλώ (παρέρχομαι):

κυλώ

II . κυλιέμαι VERB αυτοπ ρήμα (στη λάσπη, στο κρεβάτι)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский