Ελληνικά » Γερμανικά

κυμαινόμεν|ος <-η, -ο> [cimɛˈnɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ

κυμαινόμενος

κυμαινόμενος ΕΠΊΘ

Καταχώριση χρήστη
κυμαινόμενος
fluktuierend τυπικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский