Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κούκος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κούκος [ˈkukɔs] SUBST αρσ

1. κούκος (πουλί):

κούκος
Kuckuck αρσ
μου κόστισε ο κούκος αηδόνι οικ

2. κούκος (άνθρωπος μόνος):

κούκος
einsamer Tropf αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με κούκος

μου κόστισε ο κούκος αηδόνι οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский