Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κούκλος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κούκλος [ˈkuklɔs] SUBST αρσ

1. κούκλος (αρσενική κούκλα):

κούκλος
männliche Puppe θηλ

2. κούκλος μτφ (άντρας):

κούκλος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский