Ελληνικά » Γερμανικά

κοσμικ|ός <-ή, -ό> [kɔzmiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. κοσμικός (του διαστήματος):

κοσμικός

2. κοσμικός (επίγειος):

κοσμικός

3. κοσμικός (όχι κληρικός):

κοσμικός

4. κοσμικός (κοινωνικός: υποχρεώσεις κτλ):

κοσμικός
gesellschaftlich, Gesellschafts-

5. κοσμικός (μεγαλοπρεπής, μοντέρνος, της αριστοκρατίας):

κοσμικός

Παραδειγματικές φράσεις με κοσμικός

κοσμικός δυαδισμός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский