Ελληνικά » Γερμανικά

κληροδοτ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [klirɔðɔˈtɔ] VERB μεταβ

κληροδότημα [klirɔˈðɔtima] SUBST ουδ

κληροδοσία [klirɔðɔˈsia], κληροδοσιά [klirɔðɔˈsça] SUBST θηλ

κληροδότης (κληροδότρια) [klirɔˈðɔtis, klirɔˈðɔtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

κληροδότης (κληροδότρια)
Erblasser(in) αρσ (θηλ)

προδότης [prɔˈðɔtis] SUBST αρσ, προδότρια [prɔˈðɔtria], προδότισσα [prɔˈðɔtisa] SUBST θηλ

κληρονομιά [klirɔnɔˈmɲa] SUBST θηλ

1. κληρονομιά (μεταβίβαση περιουσίας):

Vererbung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский